- πιτυρίαση
- Με το όνομα αυτό είναι γνωστές δερματοπάθειες διαφόρων αιτιολογιών, με κοινό χαρακτηριστικό τη λεπτή και διάχυτη απολέπιστη του δέρματος. Από τις πιο γνωστές είναι η ποικιλόχρους π. και η ροδόχρους π. του Ζιλμπέρ. Η πρώτη οφείλεται σε μύκητες που εντοπίζονται σε οποιαδήποτε περιοχή του δέρματος (συχνότερα στον κορμό), συνοδεύεται από ελαφρό κνησμό και εκδηλώνεται με επίπεδες κηλίδες γενικά χρώματος λευκοφαίου, που καλύπτονται από λεπτά λέπια, τα οποία αποσπώνται με μεγάλη ευκολία· αν το δέρμα εκτεθεί στον ήλιο, οι κηλίδες αποχρωματίζονται· είναι συνηθισμένες οι υποτροπές.
Η δεύτερη είναι άγνωστης αιτιολογίας. Εκδηλώνεται επί του δέρματος του κορμού νέων ατόμων με ροδόχρωμες κηλίδες, το χείλος των οποίων καλύπτεται από λεπτά λέπια. Η δερματοπάθεια αυτή θεραπεύεται σε δυο μήνες περίπου χωρίς να αφήσει ίχνη, ενώ γενικά αφήνει ανοσία και δεν είναι μεταδοτική.
* * *η / πιτυρίασις, -άσεως, ΝΑιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από λεπτή απολέπιση και εκδηλώνεται με την παραγωγή ξηρών ή λιπαρών λεπίων τού τριχωτού τού δέρματος, που συχνά συνοδεύεται από κνησμόνεοελλ.1. (κτην.) ζωονόσος που χαρακτηρίζεται από πτώση τού τριχώματος και παραγωγή άφθονων υμενίων, ενώ το δέρμα διατηρεί την φυσιολογική του κατάσταση2. φρ. α) «ποικιλόχρους πιτυρίαση»ιατρ. επιδερμομυκητίαση, αρκετά συχνή, που χαρακτηρίζεται από ανοιχτοκίτρινες κηλίδες, οι οποίες σχηματίζουν συνήθως γεωγραφικά σχήματα στον θώρακα και στους ώμους, μπορούν όμως να εξαπλωθούν σε ολόκληρο το σώμα, και παρουσιάζουν το λεγόμενο σημείο τού ροκανιδιού, κατά το οποίο ένα χτύπημα με το νύχι μπορεί να αποσπάσει ένα τμήμα τής επιδερμίδαςβ) «ροδόχρους πιτυρίαση τού Ζίμπερ»ιατρ. καλοήθης ερυθηματολεπιώδης δερματοπάθεια με εποχική κατανομή κυρίως άνοιξη και φθινόπωρο, που προσβάλλει νέα άτομα, η φύση της είναι άγνωστη και η εξέλιξή της κυκλική, ενώ η πρώτη βλάβη είναι μια ωοειδής ερυθηματολεπιώδης πλάκα μεγάλου μεγέθουςγ) «ερυθρά τριχώδης πιτυρίαση»ιατρ. σπάνια κληρονομική δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από στοιχεία τα οποία σχηματίζονται από κόκκινες κερατινοποιημένες βλατίδες τού θυλάκου τών τριχών με απολέπιση και που εντοπίζονται κυρίως στη ραχιαία επιφάνεια τών δακτύλων.[ΕΤΥΜΟΛ. < πίτυρον + κατάλ. -ίαση* / -ίασις, δηλωτική παθήσεων πιθ. < αμάρτυρο τ. *πιτυρ-ιάω (πρβλ. ψωρ-ίασις< ψωρ-ιάω). Τη λ. δανείστηκαν οι ξεν. γλώσσες, πρβλ. αγγλ., γαλλ. pityriasis].
Dictionary of Greek. 2013.